ἄπλετα

ἄπλετα
ἄπλετος
boundless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάφωτος — η, ο γεμάτος φως, άπλετα φωτισμένος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυτό φωτος, διά φωτος] …   Dictionary of Greek

  • παμφώτιστος — παμφώτιστος, ον (Α) αυτός που καταυγάζεται, που φωτίζεται άπλετα, υπέρλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φωτίζω] …   Dictionary of Greek

  • φωτολουσμένος — η, ο, Ν λουσμένος στο φως, άπλετα φωτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + λουσμένος] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βορρέ (Παιανία Αττικής) — Η συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα Βορρέ εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18 στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού …   Dictionary of Greek

  • (η)λιόχαρος — η, ο που φωτίζεται άπλετα από τις ηλιακές ακτίνες και δίνει την εντύπωση ότι χαίρεται γι αυτό: Ηλιόχαρη ακροθαλασσιά. λιόχαρος η, ο γεμάτος ήλιο και χαρά, ο ηλιόλουστος: Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα (Λ. Πορφύρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα. 2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος. 3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό. 4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοβολώ — φωτοβόλησα, αμτβ. και μτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φωτίζω άπλετα, καταλάμπω, ακτινοβολώ, καταυγάζω: Και όπου είναι κάμποι φωτοβολά και λάμπει (Γ. Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοπερίχυτος — η, ο αυτός που έχει χυθεί πάνω του πολύ φως, φωτόλουστος, αυτός που φωτίζεται άπλετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”